ξερονήσι

ξερονήσι
το
νησί χωρίς νερό ή χωρίς βλάστηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξερονήσι — το 1. μικρό νησί χωρίς νερό και βλάστηση 2. νησί έρημο, ακατοίκητο …   Dictionary of Greek

  • Πεταλιοί — Συγκρότημα νησιών του νότιου Ευβοϊκού Κόλπου, σε απόσταση 8 μιλίων από τον όρμο της Καρύστου. Πρόκειται για τα μικρά νησιά Μεγαλονήσι, Ξερονήσι, Φούντη, Τραγονήσι ή Τράγος, Λαμπερούσες και Αβγό (συνολική έκταση 17,20 τ. χλμ.). Στα χρόνια της… …   Dictionary of Greek

  • βραχονήσι — το βραχώδες νησί, ξερονήσι …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • πετρόνησο — το ερημονήσι, ξερονήσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”